Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἕρμαιον
ἑρμαῖος
Ἔρμαις
ἕρματα
Ἑρμαφρόδῑτος
Ἑρμᾱ́ων
Ἑρμῄδιον
ἑρμηνείᾱ
ἑρμήνευμα
ἑρμηνεύς
ἑρμηνευτής
ἑρμηνευτικός
ἑρμηνεύω
Ἑρμῆς
Ἑρμῑ́διον
ἑρμῑ́ς
ἑρμογλυφεῖον
Ἑρμοκοπίδαι
ἔρνος
ἔρνυγας
ἔρξα
View word page
ἑρμηνευτής
ἑρμηνευτήςοῦm interpreterof the divine, ref. to a priestPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑρμηνευτής
Headword (normalized):
ἑρμηνευτής
Headword (normalized/stripped):
ερμηνευτης
IDX:
15511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15512
Key:
ἑρμηνευτής

Data

{'headword_display': '<b>ἑρμηνευτής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἑρμηνευτής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>interpreter<Expl>of the divine, ref. to a priest</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἑρμηνευτής'}