Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδέκαστος
ἀδεκάτευτος
ἀδελφᾱ́
ἀδελφεοκτόνος
ἀδελφεός
ἀδελφή
ἀδελφιδῆ
ἀδελφίδιον
ἀδελφιδοῦς
ἀδελφίζω
ἀδελφικός
ἀδελφός
ἄδενδρος
ἄδερκτος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
ἀδευκής
ἀδέψητος
ᾱ̓δέω
ἀδήιος
View word page
ἀδελφικός
ἀδελφικόςή όνadj of friendship or a relationshipbrotherlyArist. Plb.

ShortDef

brotherly

Debugging

Headword:
ἀδελφικός
Headword (normalized):
ἀδελφικός
Headword (normalized/stripped):
αδελφικος
IDX:
1550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1551
Key:
ἀδελφικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀδελφικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀδελφικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of friendship or a relationship</Indic><Tr>brotherly</Tr><Au>Arist. Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀδελφικός'}