Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπονέομαι
ᾱ̓πονέομαι
ἀπονεύω
ἀπονήμενος
ἀπόνητος
ἀπονήχομαι
ἀπονίᾱ
ἀπονίζω
ἀπόνιμμα
ἀπονίναμαι
ἀπόνιπτρον
ἀπονίπτω
ἀπονῑ́σομαι
ἀπονοέομαι
ἀπόνοια
ἄπονος
ἀπονοστέω
ἀπονόσφι(ν)
ἀπονοσφίζω
ἀπονυκτερεύω
ἀπονυχίζω
View word page
ἀπόνιπτρον
ἀπόνιπτρονουnἀπονίζω waste waterfr. washing one's hands after a mealAr.

ShortDef

water in which the hands have been washed, dirty water

Debugging

Headword:
ἀπόνιπτρον
Headword (normalized):
ἀπόνιπτρον
Headword (normalized/stripped):
απονιπτρον
IDX:
154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-155
Key:
ἀπόνιπτρον

Data

{'headword_display': '<b>ἀπόνιπτρον</b>', 'content': "<NE><HG><HL>ἀπόνιπτρον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ἀπονίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>waste water<Expl>fr. washing one's hands after a meal</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>", 'key': 'ἀπόνιπτρον'}