Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔριπον
ἔρις
ἐρισθενής
ἔρισμα
ἐρισμάραγος
ἐριστάφυλος
ἐριστικός
ἐριστός
ἐρισφάραγος
ἐρίτῑμος
ἐρίφειος
ἔριφος
Ἐριχθόνιος
ἐριώλη
ἑρκεῖος
ἑρκίον
ἑρκοθηρικός
ἕρκος
ἐρκτή
ἕρμα
Ἕρμαια
View word page
ἐρίφειος
ἐρίφειοςᾱ ονadjἔριφοςof meatfrom a kidX.

ShortDef

of a kid

Debugging

Headword:
ἐρίφειος
Headword (normalized):
ἐρίφειος
Headword (normalized/stripped):
εριφειος
IDX:
15490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15491
Key:
ἐρίφειος

Data

{'headword_display': '<b>ἐρίφειος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐρίφειος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔριφος</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of meat</Indic><Tr>from a kid</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐρίφειος'}