Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁδεῖν
ἄδειπνος
ἀδεισιβόᾱς
ἀδέκαστος
ἀδεκάτευτος
ἀδελφᾱ́
ἀδελφεοκτόνος
ἀδελφεός
ἀδελφή
ἀδελφιδῆ
ἀδελφίδιον
ἀδελφιδοῦς
ἀδελφίζω
ἀδελφικός
ἀδελφός
ἄδενδρος
ἄδερκτος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
ἀδευκής
View word page
ἀδελφίδιον
ἀδελφίδιονουndimin.ἀδελφός little brotherAr.

ShortDef

diminutive of ἀδελφός, brother

Debugging

Headword:
ἀδελφίδιον
Headword (normalized):
ἀδελφίδιον
Headword (normalized/stripped):
αδελφιδιον
IDX:
1547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1548
Key:
ἀδελφίδιον

Data

{'headword_display': '<b>ἀδελφίδιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀδελφίδιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>ἀδελφός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>little brother</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀδελφίδιον'}