Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐρικῡ́μων
ἐρίμῡκος
ἐρῑνεός
Ἐρῑνῡ́ς
ἔριον
ἐριοπωλικῶς
ἐριόστεπτος
ἐριούνιος
ἐριουργέω
ἐριπείς
ἐρίπλευρος
ἐρίπνη
ἔριπον
ἔρις
ἐρισθενής
ἔρισμα
ἐρισμάραγος
ἐριστάφυλος
ἐριστικός
ἐριστός
ἐρισφάραγος
View word page
ἐρί-πλευρος
ἐρί-πλευροςονadjintensv.prfx.,πλευρᾱ́ of an ox's bodystrong-ribbedPi.

ShortDef

with sturdy sides, stout

Debugging

Headword:
ἐρίπλευρος
Headword (normalized):
ἐρίπλευρος
Headword (normalized/stripped):
εριπλευρος
IDX:
15478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15479
Key:
ἐρίπλευρος

Data

{'headword_display': '<b>ἐρί-πλευρος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἐρί-πλευρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>intensv.prfx.,<Ref>πλευρᾱ́</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an ox's body</Indic><Tr>strong-ribbed</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἐρίπλευρος'}