Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔρῑθος
ἐρικλάγκτᾱς
ἐρίκτυπος
ἐρικῡδής
ἐρικῡ́μων
ἐρίμῡκος
ἐρῑνεός
Ἐρῑνῡ́ς
ἔριον
ἐριοπωλικῶς
ἐριόστεπτος
ἐριούνιος
ἐριουργέω
ἐριπείς
ἐρίπλευρος
ἐρίπνη
ἔριπον
ἔρις
ἐρισθενής
ἔρισμα
ἐρισμάραγος
View word page
ἐριό-στεπτος
ἐριό-στεπτοςονadjστέφω of branches carried by suppliantswreathed in woolA.

ShortDef

wreathed in wool

Debugging

Headword:
ἐριόστεπτος
Headword (normalized):
ἐριόστεπτος
Headword (normalized/stripped):
εριοστεπτος
IDX:
15474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15475
Key:
ἐριόστεπτος

Data

{'headword_display': '<b>ἐριό-στεπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐριό-στεπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of branches carried by suppliants</Indic><Tr>wreathed in wool</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐριόστεπτος'}