Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ἀτλᾱγενής
Ἄτλᾱς
ἁδεῖν
ἄδειπνος
ἀδεισιβόᾱς
ἀδέκαστος
ἀδεκάτευτος
ἀδελφᾱ́
ἀδελφεοκτόνος
ἀδελφεός
ἀδελφή
ἀδελφιδῆ
ἀδελφίδιον
ἀδελφιδοῦς
ἀδελφίζω
ἀδελφικός
ἀδελφός
ἄδενδρος
ἄδερκτος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
View word page
ἀδελφή
ἀδελφήfsee underἀδελφός

ShortDef

a sister

Debugging

Headword:
ἀδελφή
Headword (normalized):
ἀδελφή
Headword (normalized/stripped):
αδελφη
IDX:
1545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1546
Key:
ἀδελφή

Data

{'headword_display': '<b>ἀδελφή</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀδελφή</HL><PS>f</PS></HG><XR>see under<Ref>ἀδελφός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀδελφή'}