Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐργάσιμος
ἐργαστέος
ἐργαστήρ
ἐργαστηριακός
ἐργαστήριον
ἐργαστικός
ἐργάτης
ἐργατικός
ἐργατίνης
ἐργάτις
ἕργμα
ἔργμα
ἐργμένος
ἐργοδότης
ἐργολαβέω
ἐργολαβίᾱ
ἐργολάβος
ἔργον
ἔργω
ἐργώδης
ἐργωνίᾱ
View word page
ἕργμα
ἕργμαnseeεἷργμα

ShortDef

fence, guard

Debugging

Headword:
ἕργμα
Headword (normalized):
ἕργμα
Headword (normalized/stripped):
εργμα
IDX:
15371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15372
Key:
ἕργμα

Data

{'headword_display': '<b>ἕργμα</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἕργμα</HL><PS>n</PS></HG><XR>see<Ref>εἷργμα</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἕργμα'}