Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐράω
ἐργάζομαι
ἔργαθον
ἐργαλεῖα
ἐργάνη
ἐργασείω
ἐργασίᾱ
ἐργάσιμος
ἐργαστέος
ἐργαστήρ
ἐργαστηριακός
ἐργαστήριον
ἐργαστικός
ἐργάτης
ἐργατικός
ἐργατίνης
ἐργάτις
ἕργμα
ἔργμα
ἐργμένος
ἐργοδότης
View word page
ἐργαστηριακός
ἐργαστηριακόςή όνadjof peopleof the labouring classPlb.

ShortDef

practising a handicraft

Debugging

Headword:
ἐργαστηριακός
Headword (normalized):
ἐργαστηριακός
Headword (normalized/stripped):
εργαστηριακος
IDX:
15364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15365
Key:
ἐργαστηριακός

Data

{'headword_display': '<b>ἐργαστηριακός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐργαστηριακός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of people</Indic><Tr>of the labouring class</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐργαστηριακός'}