Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔραζε
ἔραμαι
ἐρανίζω
ἐρανικός
ἐράνισις
ἐρανιστής
ἐραννός
ἔρανος
ἐρασίμολπος
ἐρασιπλόκαμος
ἐρασιχρήματος
ἐράσμιος
ἐραστεύω
ἐραστής
ἐραστός
ἐρατεινός
ἐρατίζω
ἐρατός
ἐρᾱτύω
Ἐρατώ
ἐρατώνυμος
View word page
ἐρασι-χρήματος
ἐρασι-χρήματοςονadjχρῆμα money-lovingX.

ShortDef

loving money

Debugging

Headword:
ἐρασιχρήματος
Headword (normalized):
ἐρασιχρήματος
Headword (normalized/stripped):
ερασιχρηματος
IDX:
15341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15342
Key:
ἐρασιχρήματος

Data

{'headword_display': '<b>ἐρασι-χρήματος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐρασι-χρήματος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χρῆμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>money-loving</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐρασιχρήματος'}