Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπῴχατο
ἔραζε
ἔραμαι
ἐρανίζω
ἐρανικός
ἐράνισις
ἐρανιστής
ἐραννός
ἔρανος
ἐρασίμολπος
ἐρασιπλόκαμος
ἐρασιχρήματος
ἐράσμιος
ἐραστεύω
ἐραστής
ἐραστός
ἐρατεινός
ἐρατίζω
ἐρατός
ἐρᾱτύω
Ἐρατώ
View word page
ἐρασι-πλόκαμος
ἐρασι-πλόκαμοςονadjof a girllovely-hairedIbyc. Pi.

ShortDef

decked with love-locks

Debugging

Headword:
ἐρασιπλόκαμος
Headword (normalized):
ἐρασιπλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
ερασιπλοκαμος
IDX:
15340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15341
Key:
ἐρασιπλόκαμος

Data

{'headword_display': '<b>ἐρασι-πλόκαμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐρασι-πλόκαμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a girl</Indic><Tr>lovely-haired</Tr><Au>Ibyc. Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐρασιπλόκαμος'}