Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπώνυμος
ἐπωπάω
ἐπωπή
ἐπωτίδες
ἐπωφελέω
ἐπωφέλημα
ἐπῴχατο
ἔραζε
ἔραμαι
ἐρανίζω
ἐρανικός
ἐράνισις
ἐρανιστής
ἐραννός
ἔρανος
ἐρασίμολπος
ἐρασιπλόκαμος
ἐρασιχρήματος
ἐράσμιος
ἐραστεύω
ἐραστής
View word page
ἐρανικός
ἐρανικόςή όνadj of lawsuitsconcerning friendly loansArist.

ShortDef

of or for an ἔρανος

Debugging

Headword:
ἐρανικός
Headword (normalized):
ἐρανικός
Headword (normalized/stripped):
ερανικος
IDX:
15334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15335
Key:
ἐρανικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐρανικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐρανικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of lawsuits</Indic><Tr>concerning friendly loans</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐρανικός'}