Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπώμοτος
ἐπωνύμασσαν
ἐπωνυμίᾱ
ἐπωνύμιον
ἐπωνύμιος
ἐπώνυμος
ἐπωπάω
ἐπωπή
ἐπωτίδες
ἐπωφελέω
ἐπωφέλημα
ἐπῴχατο
ἔραζε
ἔραμαι
ἐρανίζω
ἐρανικός
ἐράνισις
ἐρανιστής
ἐραννός
ἔρανος
ἐρασίμολπος
View word page
ἐπωφέλημα
ἐπωφέλημαατοςn handout, offeringw.gen.of foodS.

ShortDef

a help, store

Debugging

Headword:
ἐπωφέλημα
Headword (normalized):
ἐπωφέλημα
Headword (normalized/stripped):
επωφελημα
IDX:
15329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15330
Key:
ἐπωφέλημα

Data

{'headword_display': '<b>ἐπωφέλημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐπωφέλημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>handout, offering<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of food</Expl></Tr><Au>S.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐπωφέλημα'}