Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπονέμω
ἀπονενοημένως
ἀπονέομαι
ᾱ̓πονέομαι
ἀπονεύω
ἀπονήμενος
ἀπόνητος
ἀπονήχομαι
ἀπονίᾱ
ἀπονίζω
ἀπόνιμμα
ἀπονίναμαι
ἀπόνιπτρον
ἀπονίπτω
ἀπονῑ́σομαι
ἀπονοέομαι
ἀπόνοια
ἄπονος
ἀπονοστέω
ἀπονόσφι(ν)
ἀπονοσφίζω
View word page
ἀπόνιμμα
ἀπόνιμμαατοςn wash-basinPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπόνιμμα
Headword (normalized):
ἀπόνιμμα
Headword (normalized/stripped):
απονιμμα
IDX:
152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-153
Key:
ἀπόνιμμα

Data

{'headword_display': '<b>ἀπόνιμμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀπόνιμμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>wash-basin</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀπόνιμμα'}