Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐποκέλλω
ἐπολολύζω
ἕπομαι
ἐπομβρίᾱ
ἔπομβρος
ἐπόμνῡμι
ἐπομφάλιος
ἐπόνᾱσις
ἐπονείδιστος
ἐπονομάζω
ἐποπίζομαι
ἐποποῖ
ἐποποιίᾱ
ἐποποιικός
ἐποποιός
ἐποπτάω
ἐποπτείᾱ
ἐποπτεύω
ἐποπτήρ
ἐπόπτης
ἐποπτικός
View word page
ἐπ-οπίζομαι
ἐπ-οπίζομαιmid.vb have regard for, bewarethe anger of godsOd. hHom. Thgn.

ShortDef

to regard with awe, to reverence

Debugging

Headword:
ἐποπίζομαι
Headword (normalized):
ἐποπίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εποπιζομαι
IDX:
15215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15216
Key:
ἐποπίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐπ-οπίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐπ-οπίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>have regard for, beware</Tr><Obj>the anger of gods<Au>Od. hHom. Thgn.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐποπίζομαι'}