Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔποικτος
ἐποιμώζω
ἐποιχνέω
ἐποίχομαι
ἐποκέλλω
ἐπολολύζω
ἕπομαι
ἐπομβρίᾱ
ἔπομβρος
ἐπόμνῡμι
ἐπομφάλιος
ἐπόνᾱσις
ἐπονείδιστος
ἐπονομάζω
ἐποπίζομαι
ἐποποῖ
ἐποποιίᾱ
ἐποποιικός
ἐποποιός
ἐποπτάω
ἐποπτείᾱ
View word page
ἐπ-ομφάλιος
ἐπ-ομφάλιοςονadjὀμφαλός quasi-advbl., of a shield being struckon the bossIl.

ShortDef

on the navel

Debugging

Headword:
ἐπομφάλιος
Headword (normalized):
ἐπομφάλιος
Headword (normalized/stripped):
επομφαλιος
IDX:
15211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15212
Key:
ἐπομφάλιος

Data

{'headword_display': '<b>ἐπ-ομφάλιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐπ-ομφάλιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὀμφαλός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>quasi-advbl., of a shield being struck</Indic><Tr>on the boss</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐπομφάλιος'}