Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̓́τη
ἄτηκτος
ἀτημελής
ἀτημέλητος
ἀτημελίη
ᾱ̓τηρίᾱ
ᾱ̓τηρός
Ἀτθίς
ἀτίετος
ἀτίζω
ἀτιθάσευτος
ἀτῑμαγελέω
ἀτῑμαγέλης
ἀτῑμάζω
ἀτῑμαστέος
ἀτῑμαστήρ
ἀτῑμαστός
ἀτῑμάω
ἀτῑ́μητος
ἀτῑμίᾱ
ἀτῑμοπενθής
View word page
ἀ-τιθάσευτος
τιθάσευτοςονadjτιθασεύω of beastsuntameablePlu.

ShortDef

untamable, wild

Debugging

Headword:
ἀτιθάσευτος
Headword (normalized):
ἀτιθάσευτος
Headword (normalized/stripped):
ατιθασευτος
IDX:
1514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1515
Key:
ἀτιθάσευτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-τιθάσευτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>τιθάσευτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τιθασεύω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of beasts</Indic><Tr>untameable</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀτιθάσευτος'}