Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιτροχάδην
ἐπιτροχάω
ἐπιτρύζω
ἐπιτρωπάω
ἐπιτυγχάνω
ἐπιτυμβίδιος
ἐπιτύμβιος
ἐπιτῡ́φομαι
ἐπιτυχής
ἐπιτυχίᾱ
ἐπιτωθασμός
ἐπιφαείνομαι
ἐπιφαιδρῡ́νομαι
ἐπιφαίνω
ἐπιφάνεια
ἐπιφανής
ἐπίφαντος
ἐπίφασις
ἐπιφατνίδιος
ἐπιφέρω
ἐπίφημι
View word page
ἐπι-τωθασμός
ἐπι-τωθασμόςοῦmjeering, mockeryPlb.

ShortDef

mockery, raillery

Debugging

Headword:
ἐπιτωθασμός
Headword (normalized):
ἐπιτωθασμός
Headword (normalized/stripped):
επιτωθασμος
IDX:
15092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15093
Key:
ἐπιτωθασμός

Data

{'headword_display': '<b>ἐπι-τωθασμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐπι-τωθασμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>jeering, mockery</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐπιτωθασμός'}