Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπίτριτος
ἐπιτροπαῖος
ἐπιτροπείᾱ
ἐπιτρόπευσις
ἐπιτροπευτικός
ἐπιτροπεύω
ἐπιτροπή
ἐπιτροπίᾱ
ἐπιτροπικός
ἐπίτροπος
ἐπιτρόπωμεν
ἐπιτροχάδην
ἐπιτροχάω
ἐπιτρύζω
ἐπιτρωπάω
ἐπιτυγχάνω
ἐπιτυμβίδιος
ἐπιτύμβιος
ἐπιτῡ́φομαι
ἐπιτυχής
ἐπιτυχίᾱ
View word page
ἐπιτρόπωμεν
ἐπιτρόπωμενAeol.1pl.subj.seeἐπιτρέπω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιτρόπωμεν
Headword (normalized):
ἐπιτρόπωμεν
Headword (normalized/stripped):
επιτροπωμεν
IDX:
15081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15082
Key:
ἐπιτρόπωμεν

Data

{'headword_display': '<b>ἐπιτρόπωμεν</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἐπιτρόπωμεν<LblR>Aeol.1pl.subj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἐπιτρέπω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐπιτρόπωμεν'}