Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιτριηράρχημα
ἐπίτριπτος
ἐπίτριτος
ἐπιτροπαῖος
ἐπιτροπείᾱ
ἐπιτρόπευσις
ἐπιτροπευτικός
ἐπιτροπεύω
ἐπιτροπή
ἐπιτροπίᾱ
ἐπιτροπικός
ἐπίτροπος
ἐπιτρόπωμεν
ἐπιτροχάδην
ἐπιτροχάω
ἐπιτρύζω
ἐπιτρωπάω
ἐπιτυγχάνω
ἐπιτυμβίδιος
ἐπιτύμβιος
ἐπιτῡ́φομαι
View word page
ἐπιτροπικός
ἐπιτροπικόςή όνadjἐπίτροπος of lawsconcerning guardianshipof childrenPl.

ShortDef

of or for a trustee or guardian

Debugging

Headword:
ἐπιτροπικός
Headword (normalized):
ἐπιτροπικός
Headword (normalized/stripped):
επιτροπικος
IDX:
15079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15080
Key:
ἐπιτροπικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐπιτροπικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐπιτροπικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐπίτροπος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of laws</Indic><Tr>concerning guardianship<Expl>of children</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐπιτροπικός'}