Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιτρέφω
ἐπιτρέχω
ἐπιτρῑ́βω
ἐπιτριηραρχέω
ἐπιτριηράρχημα
ἐπίτριπτος
ἐπίτριτος
ἐπιτροπαῖος
ἐπιτροπείᾱ
ἐπιτρόπευσις
ἐπιτροπευτικός
ἐπιτροπεύω
ἐπιτροπή
ἐπιτροπίᾱ
ἐπιτροπικός
ἐπίτροπος
ἐπιτρόπωμεν
ἐπιτροχάδην
ἐπιτροχάω
ἐπιτρύζω
ἐπιτρωπάω
View word page
ἐπιτροπευτικός
ἐπιτροπευτικόςή όνadjof a personwith supervisory skillsX.

ShortDef

fitted for the office of steward

Debugging

Headword:
ἐπιτροπευτικός
Headword (normalized):
ἐπιτροπευτικός
Headword (normalized/stripped):
επιτροπευτικος
IDX:
15075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15076
Key:
ἐπιτροπευτικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐπιτροπευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐπιτροπευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>with supervisory skills</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐπιτροπευτικός'}