Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιτρέπω
ἐπιτρέφω
ἐπιτρέχω
ἐπιτρῑ́βω
ἐπιτριηραρχέω
ἐπιτριηράρχημα
ἐπίτριπτος
ἐπίτριτος
ἐπιτροπαῖος
ἐπιτροπείᾱ
ἐπιτρόπευσις
ἐπιτροπευτικός
ἐπιτροπεύω
ἐπιτροπή
ἐπιτροπίᾱ
ἐπιτροπικός
ἐπίτροπος
ἐπιτρόπωμεν
ἐπιτροχάδην
ἐπιτροχάω
ἐπιτρύζω
View word page
ἐπιτρόπευσις
ἐπιτρόπευσιςεωςf guardianshipw.gen.of orphansPl.

ShortDef

charge, guardianship

Debugging

Headword:
ἐπιτρόπευσις
Headword (normalized):
ἐπιτρόπευσις
Headword (normalized/stripped):
επιτροπευσις
IDX:
15074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15075
Key:
ἐπιτρόπευσις

Data

{'headword_display': '<b>ἐπιτρόπευσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐπιτρόπευσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>guardianship<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of orphans</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐπιτρόπευσις'}