Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιτίθημι
ἐπιτίκτω
ἐπιτῑμάω
ἐπιτῑ́μημα
ἐπιτῑ́μησις
ἐπιτῑμητής
ἐπιτῑμήτωρ
ἐπιτῑμίᾱ
ἐπιτῑ́μιον
ἐπίτῑμος
ἐπιτίτθιος
ἐπιτλῆναι
ἐπιτμήγω
ἐπίτοκος
ἐπιτολή
ἐπιτολμάω
ἐπιτομή
ἐπίτονος
ἐπιτοξάζομαι
ἐπίτοπος
ἐπιτόσσαι
View word page
ἐπιτίτθιος
ἐπιτίτθιοςadjseeὑποτίτθιος

ShortDef

at the breast, a suckling

Debugging

Headword:
ἐπιτίτθιος
Headword (normalized):
ἐπιτίτθιος
Headword (normalized/stripped):
επιτιτθιος
IDX:
15050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15051
Key:
ἐπιτίτθιος

Data

{'headword_display': '<b>ἐπιτίτθιος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐπιτίτθιος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>ὑποτίτθιος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐπιτίτθιος'}