Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀτέρμων
ἅτερος
ᾱ̔́τερος
ἀτερπής
ἄτερπος
ἀτέρωτα
ἀτευχής
ἀτεχνίᾱ
ἄτεχνος
ἀτεχνῶς
ἀτέω
ᾱ̓́τη
ἄτηκτος
ἀτημελής
ἀτημέλητος
ἀτημελίη
ᾱ̓τηρίᾱ
ᾱ̓τηρός
Ἀτθίς
ἀτίετος
ἀτίζω
View word page
ἀτέω
ἀτέωcontr.vb be recklessIl. Hdt.

ShortDef

fool-hardy, reckless

Debugging

Headword:
ἀτέω
Headword (normalized):
ἀτέω
Headword (normalized/stripped):
ατεω
IDX:
1503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1504
Key:
ἀτέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀτέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀτέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be reckless</Tr><Au>Il. Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀτέω'}