Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιτελής
ἐπιτέλλω
ἐπιτέμνω
ἐπίτεξ
ἐπιτέρμιον
ἐπιτερπής
ἐπίτερπνος
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτευκτικός
ἐπιτεύχω
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτέχνησις
ἐπιτήδειος
ἐπιτηδειότης
ἐπίτηδες
ἐπιτήδευμα
ἐπιτήδευσις
ἐπιτηδεύω
ἐπιτήκω
ἐπιτηρέω
ἐπιτίθημι
View word page
ἐπι-τεχνάομαι
ἐπι-τεχνάομαιmid.contr.vb devisea plan, a deedHdt.contrivew.compl.cl.that sthg. shd. happenPlu.

ShortDef

to contrive for

Debugging

Headword:
ἐπιτεχνάομαι
Headword (normalized):
ἐπιτεχνάομαι
Headword (normalized/stripped):
επιτεχναομαι
IDX:
15030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15031
Key:
ἐπιτεχνάομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐπι-τεχνάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐπι-τεχνάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>devise</Tr><Obj>a plan, a deed<Au>Hdt.</Au></Obj><vS2><Tr>contrive</Tr><Cmpl><GLbl>w.compl.cl.</GLbl>that sthg. shd. happen<Au>Plu.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐπιτεχνάομαι'}