Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιτελείωσις
ἐπιτελέω
ἐπιτελής
ἐπιτέλλω
ἐπιτέμνω
ἐπίτεξ
ἐπιτέρμιον
ἐπιτερπής
ἐπίτερπνος
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτευκτικός
ἐπιτεύχω
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτέχνησις
ἐπιτήδειος
ἐπιτηδειότης
ἐπίτηδες
ἐπιτήδευμα
ἐπιτήδευσις
ἐπιτηδεύω
ἐπιτήκω
View word page
ἐπιτευκτικός
ἐπιτευκτικόςή όνadjἐπιτυγχάνωof an army's position, the enthusiasm of troopsconducive to successPlb.

ShortDef

able to attain

Debugging

Headword:
ἐπιτευκτικός
Headword (normalized):
ἐπιτευκτικός
Headword (normalized/stripped):
επιτευκτικος
IDX:
15028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15029
Key:
ἐπιτευκτικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐπιτευκτικός</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἐπιτευκτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐπιτυγχάνω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of an army's position, the enthusiasm of troops</Indic><Tr>conducive to success</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἐπιτευκτικός'}