Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιτειχισμός
ἐπιτελειόω
ἐπιτελείωσις
ἐπιτελέω
ἐπιτελής
ἐπιτέλλω
ἐπιτέμνω
ἐπίτεξ
ἐπιτέρμιον
ἐπιτερπής
ἐπίτερπνος
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτευκτικός
ἐπιτεύχω
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτέχνησις
ἐπιτήδειος
ἐπιτηδειότης
ἐπίτηδες
ἐπιτήδευμα
ἐπιτήδευσις
View word page
ἐπί-τερπνος
ἐπί-τερπνοςονadjτερπνόςcompar.
ἐπιτερπνότερος
of an activitypleasant, delightfulThgn.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπίτερπνος
Headword (normalized):
ἐπίτερπνος
Headword (normalized/stripped):
επιτερπνος
IDX:
15026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15027
Key:
ἐπίτερπνος

Data

{'headword_display': '<b>ἐπί-τερπνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐπί-τερπνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τερπνός</Ref></Ety><FG><Deg><Lbl>compar.</Lbl><Form>ἐπιτερπνότερος</Form></Deg></FG></HG> <aS1><Indic>of an activity</Indic><Tr>pleasant, delightful</Tr><Au>Thgn.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐπίτερπνος'}