Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπίσχες
ἐπισχεσίη
ἐπίσχεσις
ἐπισχετέον
ἐπισχίζω
ἐπισχῡ́ω
ἐπίσχω
ἐπιταγή
ἐπίταγμα
ἐπίτᾱδες
ἐπιτακτήρ
ἐπιτακτικός
ἐπίτακτος
ἐπιταλαιπωρέω
ἐπιτάμνω
ἐπιτανύω
ἐπιτάξ
ἐπίταξις
ἐπιτάραξις
ἐπιταράσσω
ἐπιτάρροθος
View word page
ἐπιτακτήρ
ἐπιτακτήρῆροςm gener.command-giverX.

ShortDef

a commander

Debugging

Headword:
ἐπιτακτήρ
Headword (normalized):
ἐπιτακτήρ
Headword (normalized/stripped):
επιτακτηρ
IDX:
14996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14997
Key:
ἐπιτακτήρ

Data

{'headword_display': '<b>ἐπιτακτήρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐπιτακτήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>gener.</Indic><Tr>command-giver</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐπιτακτήρ'}