Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀτενίζω
ἀτενισμός
ἄτερ
ἀτέραμνος
ἀτεράμων
ἄτερθε(ν)
ἀτέρμων
ἅτερος
ᾱ̔́τερος
ἀτερπής
ἄτερπος
ἀτέρωτα
ἀτευχής
ἀτεχνίᾱ
ἄτεχνος
ἀτεχνῶς
ἀτέω
ᾱ̓́τη
ἄτηκτος
ἀτημελής
ἀτημέλητος
View word page
ἄ-τερπος
τερποςονadj of miseryjoylessIl.dub.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄτερπος
Headword (normalized):
ἄτερπος
Headword (normalized/stripped):
ατερπος
IDX:
1497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1498
Key:
ἄτερπος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-τερπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ<hyph/>τερπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of misery</Indic><Tr>joyless</Tr><Au>Il.<LblR>dub.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄτερπος'}