Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀτελής
ἀτέμβω
ἀτενής
ἀτενίζω
ἀτενισμός
ἄτερ
ἀτέραμνος
ἀτεράμων
ἄτερθε(ν)
ἀτέρμων
ἅτερος
ᾱ̔́τερος
ἀτερπής
ἄτερπος
ἀτέρωτα
ἀτευχής
ἀτεχνίᾱ
ἄτεχνος
ἀτεχνῶς
ἀτέω
ᾱ̓́τη
View word page
ἅτερος
ἅτεροςdial.adjἄτεροςAeol.adjseeἕτερος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἅτερος
Headword (normalized):
ἅτερος
Headword (normalized/stripped):
ατερος
IDX:
1494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1495
Key:
ἅτερος

Data

{'headword_display': '<b>ἅτερος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἅτερος</HL><PS>dial.adj</PS></HG><HG><HL>ἄτερος</HL><PS>Aeol.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἕτερος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἅτερος'}