Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιστέωνται
ἐπίστημα
ἐπιστήμη
ἐπίστημι
ἐπιστημονικός
ἐπιστήμων
ἐπιστηρίζω
ἐπιστητός
ἐπιστίλβω
ἐπίστιον
ἐπίστιον
ἐπιστοβέω
ἐπιστολάδην
ἐπιστολεύς
ἐπιστολή
ἐπιστολιαγράφος
ἐπιστολιαφόρος
ἐπιστολιμαῖος
ἐπιστόλιον
ἐπιστομίζω
ἐπιστοναχέω
View word page
ἐπίστιον2
ἐπίστιον2Ion.nἐπίστιοςIon.adjseeἐφέστιος

ShortDef

a shed

Debugging

Headword:
ἐπίστιον
Headword (normalized):
ἐπίστιον
Headword (normalized/stripped):
επιστιον
IDX:
14937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14938
Key:
ἐπίστιον_2

Data

{'headword_display': '<b>ἐπίστιον</b><sup>2</sup>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐπίστιον<Hm>2</Hm></HL><PS>Ion.n</PS></HG><HG><HL>ἐπίστιος</HL><PS>Ion.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἐφέστιος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐπίστιον_2'}