Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιστεναχίζω
ἐπιστενάχω
ἐπιστένω
ἐπιστεφανόω
ἐπιστεφής
ἐπιστέφω
ἐπιστέωνται
ἐπίστημα
ἐπιστήμη
ἐπίστημι
ἐπιστημονικός
ἐπιστήμων
ἐπιστηρίζω
ἐπιστητός
ἐπιστίλβω
ἐπίστιον
ἐπίστιον
ἐπιστοβέω
ἐπιστολάδην
ἐπιστολεύς
ἐπιστολή
View word page
ἐπιστημονικός
ἐπιστημονικόςή όνadjἐπιστήμωνof a mental facultyinvolving knowledge, scientificopp. λογιστικός calculativeArist.of a practical activity, a definitionArist.

ShortDef

capable of knowledge

Debugging

Headword:
ἐπιστημονικός
Headword (normalized):
ἐπιστημονικός
Headword (normalized/stripped):
επιστημονικος
IDX:
14931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14932
Key:
ἐπιστημονικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐπιστημονικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐπιστημονικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐπιστήμων</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a mental faculty</Indic><Tr>involving knowledge, scientific<Expl>opp. <Ref>λογιστικός</Ref> <ital>calculative</ital></Expl></Tr><Au>Arist.</Au><aS2><Indic>of a practical activity, a definition</Indic><Au>Arist.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ἐπιστημονικός'}