Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιστενάζω
ἐπιστεναχίζω
ἐπιστενάχω
ἐπιστένω
ἐπιστεφανόω
ἐπιστεφής
ἐπιστέφω
ἐπιστέωνται
ἐπίστημα
ἐπιστήμη
ἐπίστημι
ἐπιστημονικός
ἐπιστήμων
ἐπιστηρίζω
ἐπιστητός
ἐπιστίλβω
ἐπίστιον
ἐπίστιον
ἐπιστοβέω
ἐπιστολάδην
ἐπιστολεύς
View word page
ἐπίστημι
ἐπίστημιIon.vbseeἐφίστημι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπίστημι
Headword (normalized):
ἐπίστημι
Headword (normalized/stripped):
επιστημι
IDX:
14930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14931
Key:
ἐπίστημι

Data

{'headword_display': '<b>ἐπίστημι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐπίστημι</HL><PS>Ion.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἐφίστημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐπίστημι'}