Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀτεκνίᾱ
ἄτεκνος
ἀτέλεια
ἀτέλεστος
ἀτελεύτητος
ἀτέλευτος
ἀτελής
ἀτέμβω
ἀτενής
ἀτενίζω
ἀτενισμός
ἄτερ
ἀτέραμνος
ἀτεράμων
ἄτερθε(ν)
ἀτέρμων
ἅτερος
ᾱ̔́τερος
ἀτερπής
ἄτερπος
ἀτέρωτα
View word page
ἀτενισμός
ἀτενισμόςοῦm concentrationof the mind, on a subjectPlb.

ShortDef

intent observation

Debugging

Headword:
ἀτενισμός
Headword (normalized):
ἀτενισμός
Headword (normalized/stripped):
ατενισμος
IDX:
1488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1489
Key:
ἀτενισμός

Data

{'headword_display': '<b>ἀτενισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀτενισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>concentration<Expl>of the mind, on a subject</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀτενισμός'}