Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπισκύζομαι
ἐπισκυθίζω
ἐπισκυθρωπάζω
ἐπισκύνιον
ἐπισκώπτω
ἐπίσκωψις
ἐπισμᾱ́ω
ἐπισμυγερός
ἔπισος
ἐπισπαστήρ
ἐπισπαστικός
ἐπίσπαστος
ἐπισπάω
ἐπισπεῖν
ἐπισπείρω
ἐπίσπεισις
ἐπισπένδω
ἐπισπέρχω
ἐπισπερχῶς
ἐπισπέσθαι
ἐπισπεύδω
View word page
ἐπισπαστικός
ἐπισπαστικόςή όνadjof offered termsappealing, attractivePlb.

ShortDef

drawing to oneself, drawing in

Debugging

Headword:
ἐπισπαστικός
Headword (normalized):
ἐπισπαστικός
Headword (normalized/stripped):
επισπαστικος
IDX:
14878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14879
Key:
ἐπισπαστικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐπισπαστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐπισπαστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of offered terms</Indic><Tr>appealing, attractive</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐπισπαστικός'}