Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιπορπάομαι
ἐπιπορπίς
ἐπιπόρπωμα
ἐπιποτάομαι
ἐπιπρέπεια
ἐπιπρέπω
ἐπιπρεσβεύομαι
ἐπιπρό
ἐπιπροβάλλω
ἐπιπροβλώσκω
ἐπιπροέχομαι
ἐπιπροθέω
ἐπιπροϊάλλω
ἐπιπροΐημι
ἐπιπρομολών
ἐπιπρονέομαι
ἐπιπροπίπτω
ἐπιπροσβάλλω
ἐπίπροσθεν
ἐπιπροσθέω
ἐπιπροσθήσεις
View word page
ἐπι-προέχομαι
ἐπι-προέχομαιmid.vb of islandslie aheadas obstaclesAR.

ShortDef

stand forward, project

Debugging

Headword:
ἐπιπροέχομαι
Headword (normalized):
ἐπιπροέχομαι
Headword (normalized/stripped):
επιπροεχομαι
IDX:
14778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14779
Key:
ἐπιπροέχομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐπι-προέχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐπι-προέχομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of islands</Indic><Tr>lie ahead<Expl>as obstacles</Expl></Tr><Au>AR.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐπιπροέχομαι'}