Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιπολαστικῶς
ἐπιπολῆς
ἐπιπόλιος
ἐπίπολος
ἐπιπομπεύω
ἐπιπονέω
ἐπίπονος
ἐπιπορεύομαι
ἐπιπορπάομαι
ἐπιπορπίς
ἐπιπόρπωμα
ἐπιποτάομαι
ἐπιπρέπεια
ἐπιπρέπω
ἐπιπρεσβεύομαι
ἐπιπρό
ἐπιπροβάλλω
ἐπιπροβλώσκω
ἐπιπροέχομαι
ἐπιπροθέω
ἐπιπροϊάλλω
View word page
ἐπιπόρπωμα
ἐπιπόρπωμαατοςnreltd.ἐπιπορπάομαι that which is fastened by a pin or broochcloakPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιπόρπωμα
Headword (normalized):
ἐπιπόρπωμα
Headword (normalized/stripped):
επιπορπωμα
IDX:
14770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14771
Key:
ἐπιπόρπωμα

Data

{'headword_display': '<b>ἐπιπόρπωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐπιπόρπωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety>reltd.<Ref>ἐπιπορπάομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>that which is fastened by a pin or brooch</Def><Tr>cloak</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐπιπόρπωμα'}