Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ἐπιπολαί
ἐπιπόλαιος
ἐπιπολαστικῶς
ἐπιπολῆς
ἐπιπόλιος
ἐπίπολος
ἐπιπομπεύω
ἐπιπονέω
ἐπίπονος
ἐπιπορεύομαι
ἐπιπορπάομαι
ἐπιπορπίς
ἐπιπόρπωμα
ἐπιποτάομαι
ἐπιπρέπεια
ἐπιπρέπω
ἐπιπρεσβεύομαι
ἐπιπρό
ἐπιπροβάλλω
ἐπιπροβλώσκω
ἐπιπροέχομαι
View word page
ἐπι-πορπάομαι
ἐπι-πορπάομαιmid.contr.vb pinfasten onone's cloakPlb.

ShortDef

buckle on oneself, buckle on

Debugging

Headword:
ἐπιπορπάομαι
Headword (normalized):
ἐπιπορπάομαι
Headword (normalized/stripped):
επιπορπαομαι
IDX:
14768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14769
Key:
ἐπιπορπάομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐπι-πορπάομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἐπι-πορπάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>pin<or/>fasten on</Tr><Obj>one's cloak<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'ἐπιπορπάομαι'}