Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιπλώς
ἐπιπνέω
ἐπίπνοια
ἐπίπνους
ἐπιπόδιος
ἐπιποθέω
ἐπιποιμήν
ἐπιπολάζω
Ἐπιπολαί
ἐπιπόλαιος
ἐπιπολαστικῶς
ἐπιπολῆς
ἐπιπόλιος
ἐπίπολος
ἐπιπομπεύω
ἐπιπονέω
ἐπίπονος
ἐπιπορεύομαι
ἐπιπορπάομαι
ἐπιπορπίς
ἐπιπόρπωμα
View word page
ἐπιπολαστικῶς
ἐπιπολαστικῶςadvἐπιπολάζω insolentlyref. to shouting at an enemyPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιπολαστικῶς
Headword (normalized):
ἐπιπολαστικῶς
Headword (normalized/stripped):
επιπολαστικως
IDX:
14760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14761
Key:
ἐπιπολαστικῶς

Data

{'headword_display': '<b>ἐπιπολαστικῶς</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἐπιπολαστικῶς</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>ἐπιπολάζω</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>insolently</Tr><ModVb>ref. to shouting at an enemy<Au>Plb.</Au></ModVb></advS1></AdvE>', 'key': 'ἐπιπολαστικῶς'}