Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔπιπλα
ἐπιπλάζομαι
ἐπιπλᾱ́ζω
ἐπιπλάσσω
ἐπιπλαταγέω
ἐπιπλέκομαι
ἐπίπλεος
ἐπίπλευσις
ἐπιπλέω
ἐπίπλεως
ἐπίπληξις
ἐπιπληρόομαι
ἐπιπλήσσω
ἐπιπλοκή
ἐπιπλόμενος
ἐπίπλοος
ἐπίπλους
ἐπίπλους
ἐπιπλώς
ἐπιπνέω
ἐπίπνοια
View word page
ἐπίπληξις
ἐπίπληξιςεωςfἐπιπλήσσω rebuke, criticismAeschin. Plu.

ShortDef

rebuke, reproof

Debugging

Headword:
ἐπίπληξις
Headword (normalized):
ἐπίπληξις
Headword (normalized/stripped):
επιπληξις
IDX:
14742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14743
Key:
ἐπίπληξις

Data

{'headword_display': '<b>ἐπίπληξις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐπίπληξις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἐπιπλήσσω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>rebuke, criticism</Tr><Au>Aeschin. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐπίπληξις'}