Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπινῑ́κιος
ἐπινῑ́σομαι
ἐπινοέω
ἐπινόημα
ἐπίνοια
ἐπινομή
ἐπινομίᾱ
ἐπινομοθετέω
ἐπίνομος
ἐπίνοσος
ἐπίνυσσε
ἐπινυστάζω
ἐπινωμάω
ἐπινωτίζω
ἐπίξανθος
ἐπιξενόομαι
ἐπίξηνον
ἐπιξῡνόομαι
ἐπίξῡνος
ἐπιξῡ́ομαι
ἐπιοίνιος
View word page
ἐπίνυσσε
ἐπίνυσσεep.3sg.impf. or aor.seeπινύσκω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπίνυσσε
Headword (normalized):
ἐπίνυσσε
Headword (normalized/stripped):
επινυσσε
IDX:
14679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14680
Key:
ἐπίνυσσε

Data

{'headword_display': '<b>ἐπίνυσσε</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἐπίνυσσε<LblR>ep.3sg.impf. or aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>πινύσκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐπίνυσσε'}