Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιμίξ
ἐπιμῑξίᾱ
ἐπιμίσγω
ἐπιμίσθιος
ἐπίμοιρος
ἐπίμολοι
ἐπιμομφᾱ́
ἐπίμομφος
ἐπιμονή
ἐπίμονος
ἐπίμοχθος
ἐπιμύζω
ἐπίμυκτος
ἐπιμῡ́ρομαι
ἐπιμῡ́ω
ἐπιμωμητός
ἐπινάστιος
ἐπιναύσιος
ἐπινᾱ́χομαι
ἐπίνειον
ἐπινείφω
View word page
ἐπί-μοχθος
ἐπί-μοχθοςονadjμόχθος of excellencewon by toilB.

ShortDef

toilsome

Debugging

Headword:
ἐπίμοχθος
Headword (normalized):
ἐπίμοχθος
Headword (normalized/stripped):
επιμοχθος
IDX:
14649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14650
Key:
ἐπίμοχθος

Data

{'headword_display': '<b>ἐπί-μοχθος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐπί-μοχθος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μόχθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of excellence</Indic><Tr>won by toil</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐπίμοχθος'}