Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιμέλημα
ἐπιμελής
ἐπιμελητής
ἐπιμελητικός
ἐπιμέλομαι
ἐπιμέλπω
ἐπιμέμονα
ἐπιμέμφομαι
ἐπιμένω
ἐπῑ́μερος
ἐπίμεστος
ἐπιμεταπέμπομαι
ἐπιμετρέω
ἐπίμετρον
ἐπιμήδομαι
Ἐπιμηθεύς
ἐπιμηθής
ἐπιμήκης
ἐπιμηλάδες
ἐπιμήνιος
ἐπιμηνίω
View word page
ἐπί-μεστος
ἐπί-μεστοςονadjμεστός of giftsin full measure, abundantCall.

ShortDef

filled up, in full measure

Debugging

Headword:
ἐπίμεστος
Headword (normalized):
ἐπίμεστος
Headword (normalized/stripped):
επιμεστος
IDX:
14622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14623
Key:
ἐπίμεστος

Data

{'headword_display': '<b>ἐπί-μεστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐπί-μεστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μεστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of gifts</Indic><Tr>in full measure, abundant</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐπίμεστος'}