Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιμειξίᾱ
ἐπίμειξις
ἐπιμέλεια
ἐπιμελέομαι
ἐπιμέλημα
ἐπιμελής
ἐπιμελητής
ἐπιμελητικός
ἐπιμέλομαι
ἐπιμέλπω
ἐπιμέμονα
ἐπιμέμφομαι
ἐπιμένω
ἐπῑ́μερος
ἐπίμεστος
ἐπιμεταπέμπομαι
ἐπιμετρέω
ἐπίμετρον
ἐπιμήδομαι
Ἐπιμηθεύς
ἐπιμηθής
View word page
ἐπι-μέμονα
ἐπι-μέμοναpf.vb be eager, longto go somewhereS.

ShortDef

to desire

Debugging

Headword:
ἐπιμέμονα
Headword (normalized):
ἐπιμέμονα
Headword (normalized/stripped):
επιμεμονα
IDX:
14618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14619
Key:
ἐπιμέμονα

Data

{'headword_display': '<b>ἐπι-μέμονα</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐπι-μέμονα</HL><PS>pf.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be eager, long<Expl>to go somewhere</Expl></Tr><Au>S.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐπιμέμονα'}