Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιμειδάω
ἐπιμειδιάω
ἐπιμειξίᾱ
ἐπίμειξις
ἐπιμέλεια
ἐπιμελέομαι
ἐπιμέλημα
ἐπιμελής
ἐπιμελητής
ἐπιμελητικός
ἐπιμέλομαι
ἐπιμέλπω
ἐπιμέμονα
ἐπιμέμφομαι
ἐπιμένω
ἐπῑ́μερος
ἐπίμεστος
ἐπιμεταπέμπομαι
ἐπιμετρέω
ἐπίμετρον
ἐπιμήδομαι
View word page
ἐπιμέλομαι
ἐπιμέλομαιmid.vbseeἐπιμελέομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιμέλομαι
Headword (normalized):
ἐπιμέλομαι
Headword (normalized/stripped):
επιμελομαι
IDX:
14616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14617
Key:
ἐπιμέλομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐπιμέλομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐπιμέλομαι</HL><PS>mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἐπιμελέομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐπιμέλομαι'}