Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιμείγνῡμι
ἐπιμειδάω
ἐπιμειδιάω
ἐπιμειξίᾱ
ἐπίμειξις
ἐπιμέλεια
ἐπιμελέομαι
ἐπιμέλημα
ἐπιμελής
ἐπιμελητής
ἐπιμελητικός
ἐπιμέλομαι
ἐπιμέλπω
ἐπιμέμονα
ἐπιμέμφομαι
ἐπιμένω
ἐπῑ́μερος
ἐπίμεστος
ἐπιμεταπέμπομαι
ἐπιμετρέω
ἐπίμετρον
View word page
ἐπιμελητικός
ἐπιμελητικόςή όνadjof a personcapable of taking chargeX.fem.sb.art of managementPl.

ShortDef

able to take charge, managing

Debugging

Headword:
ἐπιμελητικός
Headword (normalized):
ἐπιμελητικός
Headword (normalized/stripped):
επιμελητικος
IDX:
14615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14616
Key:
ἐπιμελητικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐπιμελητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐπιμελητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>capable of taking charge</Tr><Au>X.</Au><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of management</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'ἐπιμελητικός'}