Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐπιμαχέω
ἐπιμαχίᾱ
ἐπίμαχος
ἐπιμείγνῡμι
ἐπιμειδάω
ἐπιμειδιάω
ἐπιμειξίᾱ
ἐπίμειξις
ἐπιμέλεια
ἐπιμελέομαι
ἐπιμέλημα
ἐπιμελής
ἐπιμελητής
ἐπιμελητικός
ἐπιμέλομαι
ἐπιμέλπω
ἐπιμέμονα
ἐπιμέμφομαι
ἐπιμένω
ἐπῑ́μερος
ἐπίμεστος
View word page
ἐπιμέλημα
ἐπιμέλημαατοςn object of attentionpursuit, occupationX.

ShortDef

a care, anxiety

Debugging

Headword:
ἐπιμέλημα
Headword (normalized):
ἐπιμέλημα
Headword (normalized/stripped):
επιμελημα
IDX:
14612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-14613
Key:
ἐπιμέλημα

Data

{'headword_display': '<b>ἐπιμέλημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐπιμέλημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>object of attention</Def><Tr>pursuit, occupation</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐπιμέλημα'}