Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄτακτος
ἀταλαίπωρος
Ἀταλάντη
ἀτάλαντος
ἀταλάφρων
ἀτάλλω
ἀταλός
ἀταμιεύτως
ἀταξίᾱ
ᾱ̓τάομαι
ἀταπείνωτος
ἀτάρ
ἀτάρακτος
ἀταραξίᾱ
ἀτάραχος
ἀτάρβακτος
ἀταρβής
ἀτάρβητος
ἀταρβομάχᾱς
ἀταρπιτός
ἀταρτηρός
View word page
ἀ-ταπείνωτος
ταπείνωτοςονadjprivatv.prfx., ταπεινόω of a statesmannot humiliatedby a defeatPlu.

ShortDef

not humbled

Debugging

Headword:
ἀταπείνωτος
Headword (normalized):
ἀταπείνωτος
Headword (normalized/stripped):
αταπεινωτος
IDX:
1454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1455
Key:
ἀταπείνωτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-ταπείνωτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>ταπείνωτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx., <Ref>ταπεινόω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a statesman</Indic><Tr>not humiliated<Expl>by a defeat</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀταπείνωτος'}