Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀτακτέω
ἄτακτος
ἀταλαίπωρος
Ἀταλάντη
ἀτάλαντος
ἀταλάφρων
ἀτάλλω
ἀταλός
ἀταμιεύτως
ἀταξίᾱ
ᾱ̓τάομαι
ἀταπείνωτος
ἀτάρ
ἀτάρακτος
ἀταραξίᾱ
ἀτάραχος
ἀτάρβακτος
ἀταρβής
ἀτάρβητος
ἀταρβομάχᾱς
ἀταρπιτός
View word page
ᾱ̓τάομαι
ᾱ̓τάομαιpass.contr.vbᾱ̓́τη of a personsuffer ruinS. E.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾱ̓τάομαι
Headword (normalized):
ᾱ̓τάομαι
Headword (normalized/stripped):
αταομαι
IDX:
1453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1454
Key:
ᾱ̓τάομαι

Data

{'headword_display': '<b>ᾱ̓τάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ᾱ̓τάομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>ᾱ̓́τη</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of a person</Indic><Tr>suffer ruin</Tr><Au>S. E.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ᾱ̓τάομαι'}